προγεννητικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- προγεννητικά < προγεννητικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προγεννητικά (χρονικό επίρρημα)
- πριν από τη γέννα
- ↪ Αυτό που σας είπα πρέπει να ελεγθεί προγεννετικά, για να αποκλειστεί η περίπτωση μεταγενέστερων επιπλοκών
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- προγεννητικά : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προγεννητικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (προγεννητικό) του προγεννητικός