προκύπτει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
προκύπτει < αρχαία ελληνική προκύπτει, γʹ ενικό οριστικής ενεστώτα τού προκύπτω < πρό + κύπτω

προκύπτει, πρτ.: προέκυπτε, στ.μέλλ.: θα προκύψει, αόρ.: προέκυψε (απρόσωπο ρήμα, τριτοπρόσωπο σε γ' πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

  1. για κάτι που έρχεται ως αποτέλεσμα
    από την έρευνα δεν προέκυψε κάτι το καινούριο
  2. για κάτι που συμβαίνει ή γίνεται γνωστό απροσδόκητα
    την τελευταία στιγμή προέκυψε μια δυσκολία
  3. (απρόσωπο) εξάγεται ως συμπέρασμα
    από την έρευνα προκύπτει ότι ο ιός μεταλλάχτηκε

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]
προκύπτει
  • γ΄ πρόσωπο ενικού στην οριστική του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος προκύπτω