προχείρισις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προχείρισις < ελληνιστική κοινή προχείρισις < αρχαία ελληνική προχειρίζω < χείρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προχείρισις θηλυκό
- (θρησκεία, αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του προχείριση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προχείρισις
|