πρυμάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πριμάρω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρυμάρω < πρύμα + -άρω

πρυμάρω

  • (αργκό) ταξιδεύω με πλοίο, σαλπάρω
    Σαν ήρθε ο καιρός να πρυμάρει για τη Μαύρη θάλασσα, βγήκε στο Γαλατά να τσουρμάρει. (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Διάβολοι στο γιαλό)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]