πρωτοδοκιμάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πρωτοδοκιμάζω (παθητική φωνή: πρωτοδοκιμάζομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πρωτοδοκιμασμένος
- πρωτοδοκίμαστος
- → δείτε τις λέξεις πρώτος, δοκιμάζω και δοκιμή
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πρωτοδοκιμάζω | πρωτοδοκίμαζα | θα πρωτοδοκιμάζω | να πρωτοδοκιμάζω | πρωτοδοκιμάζοντας | |
β' ενικ. | πρωτοδοκιμάζεις | πρωτοδοκίμαζες | θα πρωτοδοκιμάζεις | να πρωτοδοκιμάζεις | πρωτοδοκίμαζε | |
γ' ενικ. | πρωτοδοκιμάζει | πρωτοδοκίμαζε | θα πρωτοδοκιμάζει | να πρωτοδοκιμάζει | ||
α' πληθ. | πρωτοδοκιμάζουμε | πρωτοδοκιμάζαμε | θα πρωτοδοκιμάζουμε | να πρωτοδοκιμάζουμε | ||
β' πληθ. | πρωτοδοκιμάζετε | πρωτοδοκιμάζατε | θα πρωτοδοκιμάζετε | να πρωτοδοκιμάζετε | πρωτοδοκιμάζετε | |
γ' πληθ. | πρωτοδοκιμάζουν(ε) | πρωτοδοκίμαζαν πρωτοδοκιμάζαν(ε) |
θα πρωτοδοκιμάζουν(ε) | να πρωτοδοκιμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πρωτοδοκίμασα | θα πρωτοδοκιμάσω | να πρωτοδοκιμάσω | πρωτοδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | πρωτοδοκίμασες | θα πρωτοδοκιμάσεις | να πρωτοδοκιμάσεις | πρωτοδοκίμασε | ||
γ' ενικ. | πρωτοδοκίμασε | θα πρωτοδοκιμάσει | να πρωτοδοκιμάσει | |||
α' πληθ. | πρωτοδοκιμάσαμε | θα πρωτοδοκιμάσουμε | να πρωτοδοκιμάσουμε | |||
β' πληθ. | πρωτοδοκιμάσατε | θα πρωτοδοκιμάσετε | να πρωτοδοκιμάσετε | πρωτοδοκιμάστε | ||
γ' πληθ. | πρωτοδοκίμασαν πρωτοδοκιμάσαν(ε) |
θα πρωτοδοκιμάσουν(ε) | να πρωτοδοκιμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πρωτοδοκιμάσει | είχα πρωτοδοκιμάσει | θα έχω πρωτοδοκιμάσει | να έχω πρωτοδοκιμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις πρωτοδοκιμάσει | είχες πρωτοδοκιμάσει | θα έχεις πρωτοδοκιμάσει | να έχεις πρωτοδοκιμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει πρωτοδοκιμάσει | είχε πρωτοδοκιμάσει | θα έχει πρωτοδοκιμάσει | να έχει πρωτοδοκιμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πρωτοδοκιμάσει | είχαμε πρωτοδοκιμάσει | θα έχουμε πρωτοδοκιμάσει | να έχουμε πρωτοδοκιμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε πρωτοδοκιμάσει | είχατε πρωτοδοκιμάσει | θα έχετε πρωτοδοκιμάσει | να έχετε πρωτοδοκιμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πρωτοδοκιμάσει | είχαν πρωτοδοκιμάσει | θα έχουν πρωτοδοκιμάσει | να έχουν πρωτοδοκιμάσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πρωτοδοκιμάζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- πρωτοδοκιμάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πρωτοδοκιμάζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)