πρωτοδοκιμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτοδοκιμάζω < πρωτο- + δοκιμάζω

πρωτοδοκιμάζω (παθητική φωνή: πρωτοδοκιμάζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]