πρωτοδοκιμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοδοκιμάζω < πρωτο- + δοκιμάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

πρωτοδοκιμάζω (παθητική φωνή: πρωτοδοκιμάζομαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]