πρωτοδοκίμαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πρωτοδοκίμαστος η πρωτοδοκίμαστη το πρωτοδοκίμαστο
      γενική του πρωτοδοκίμαστου της πρωτοδοκίμαστης του πρωτοδοκίμαστου
    αιτιατική τον πρωτοδοκίμαστο την πρωτοδοκίμαστη το πρωτοδοκίμαστο
     κλητική πρωτοδοκίμαστε πρωτοδοκίμαστη πρωτοδοκίμαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πρωτοδοκίμαστοι οι πρωτοδοκίμαστες τα πρωτοδοκίμαστα
      γενική των πρωτοδοκίμαστων των πρωτοδοκίμαστων των πρωτοδοκίμαστων
    αιτιατική τους πρωτοδοκίμαστους τις πρωτοδοκίμαστες τα πρωτοδοκίμαστα
     κλητική πρωτοδοκίμαστοι πρωτοδοκίμαστες πρωτοδοκίμαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτοδοκίμαστος < πρωτοδοκιμάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

πρωτοδοκίμαστος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • πρωτοδοκίμαστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)