πρωτόπλαστοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πρωτόπλαστοι αρσενικό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτόπλαστος
  2. (θρησκεία) οι πρώτοι άνθρωποι και οι μόνοι που έπλασε ο Γιαχβέ, δηλαδή ο Αδάμ και η Εύα