Αδάμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αδάμ < ελληνιστική κοινή Ἀδάμ < εβραϊκή אדם ('Adam)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈðam/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐δάμ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αδάμ αρσενικό άκλιτο
- (θρησκεία) ο πρωτόπλαστος, ο πρώτος άνθρωπος, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ο προπάτορας του ανθρώπινου γένους
- ανδρικό όνομα
- επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Αδάμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Βιβλικά ονόματα (ελληνικά)