Αδάμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αδάμος | οι | Αδάμοι |
γενική | του | Αδάμου | των | Αδάμων |
αιτιατική | τον | Αδάμο | τους | Αδάμους |
κλητική | Αδάμο | Αδάμοι | ||
όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αδάμος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈða.mɔs/
- συλλαβισμός : Α‐δά‐μος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αδάμος αρσενικό
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αδάμος