Μετάβαση στο περιεχόμενο

πρωτύτερα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πρωτύτερα < πρωτύτερος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

πρωτύτερα

  1. πιο πριν από κάτι άλλο, προηγουμένως

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

πρωτύτερα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρωτύτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]