πρύτανις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πρύτανις αρσενικό - στην αιολική πρότανις
- ηγεμόνας, αρχηγός, πρόεδρος
- καίπερ ...αἰκιζομένου, χρείαν ἕξει μακάρων πρύτανις.. (αν και βασανίζομαι, θα έρθει η ώρα που θα με χρειαστεί ο Πρύτανις των μακάρων (Προμ. Δεσμώτης Αισχ. 170, απόδοση Ι. Γρυπάρη)
- ο άριστος στο είδος του
- Ἡρόδοτον . . ἱστορίης πρύτανιν
- στην Αθήνα, τίτλος 50 βουλευτών (του 1/10 των 500)
- εἶτα δέ μοι τοὺς πρυτάνεις κάλει τοὺς τότε πρυτανεύσαντας (στη συνέχεια θα ζητήσω να καλέσουν τους πρυτάνεις που τότε πρυτάνευαν) (Ανδοκίδης Μυστ. 1.46)
- στην Μίλητο, ο αρχιερέας
- σε διάφορες ελληνόφωνες περιοχές τίτλος δημοτικών αρχών
Κλίση
[επεξεργασία]- Εν.: πρύτανις, πρυτάνεως, πρυτάνει, πρύτανιν, πρύτανι
- Πλ.: πρυτάνεις, πρυτάνεων, πρυτάνεσι, πρυτάνεις, πρυτάνεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- πρυτανεῖον στην ιωνική πρυτανήιον (η αίθουσα, το κτίριο)
- τα πρυτανεῖα (είδος παράβολου προ της δίκης)
- πρυτανεύω
- η πρυτανεία (ο θεσμός)