πυρακτόω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πυρακτόω < πῦρ και ἄγω

Ρήμα[επεξεργασία]

πυρακτόω-πυρακτῶ και πυρακτέω

  1. πυρακτώνω, καίω κάτι περιστρέφοντάς το πάνω από τις φλόγες, το καθιστώ διάπυρο (ξύλο, μέταλλο κ.λπ.)
  2. δημιουργώ πυρσό