πυρακτόω
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά
(grc)
[
επεξεργασία
]
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
πυρακτόω
<
πῦρ
και
ἄγω
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
πυρακτόω
-
πυρακτῶ
και
πυρακτέω
πυρακτώνω
, καίω κάτι περιστρέφοντάς το πάνω από τις φλόγες, το καθιστώ διάπυρο (ξύλο, μέταλλο κ.λπ.)
ἐγώ
δ'
ἐθόωσα
παραστὰς
ἄκρον
,
ἄφαρ
δὲ
λαβών
ἐπυράκτεον
ἐν
πυρὶ
κηλέῳ
:
ἐγὼ στὴν ἄκρη τὸ μυτώνω, καὶ σὰν τὸ καλοπύρωσα μὲ τῆς φωτιᾶς τὴ φλόγα
(Οδύσσεια, ι΄, 328, απόδοση Εφταλιώτης)
αἰγίδα
περὶ τῇ
χειρὶ
ἔχοντες ἢ
πεπυρακτωμένον
ἀκόντιον
(κρατώντας ασπίδα και πυρακτωμένο ακόντιο)
δημιουργώ
πυρσό
Κατηγορίες
:
Επέκταση
Αρχαία ελληνικά
Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες