ρακοπίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ρακοπίνω, πρτ.: ρακόπινα, στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) πίνω ρακί
- ※ Το βράδι καθόταν με την παρέα του και ρακοπίναν στον καφενέ του Κατραμάδου […] (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρακοπίνω
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)