ρουσφετολογικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουσφετολογικά < ρουσφετολογικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
ρουσφετολογικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουσφετολογικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ρουσφετολογικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ρουσφετολογικός