σακελλίων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σακελλίων < λατινική sacellum < sacer + -lum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂krós (ιερός) < *seh₂k- (αγιάζω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σακελλίων αρσενικό
- (αξίωμα, θρησκεία) πατριαρχικός υπάλληλος υπεύθυνος για την εποπτεία των μοναστηριών και των εκκλησιών
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σακελλάριος
Πηγές
[επεξεργασία]- σακελλίων - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)