σακελλίων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σακελλίων < λατινική sacellum < sacer +‎ -lum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sh₂krós (ιερός) < *seh₂k- (αγιάζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σακελλίων αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]