sacer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sacer (la), sacra, sacrum
Κλίση[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | sacer | sacra | sacrum | sacrī | sacrae | sacra |
γενική | sacrī | sacrae | sacrī | sacrōrum | sacrārum | sacrōrum |
δοτική | sacrō | sacrae | sacrō | sacrīs | sacrīs | sacrīs |
αιτιατική | sacrum | sacram | sacrum | sacrōs | sacrās | sacra |
κλητική | sacer | sacra | sacrum | sacrī | sacrae | sacra |
αφαιρετική | sacrō | sacrā | sacrō | sacrīs | sacrīs | sacrīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- sacer - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.