σεζλόνγκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σεζλόνγκ < γαλλική chaise longue, «μακριά καρέκλα»

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σεζλόνγκ θηλυκό άκλιτο

  1. κάθισμα με αρκετό μήκος ώστε να μπορεί κάποιος να αναπαύσει τα πόδια του
  2. (ειδικότερα) πάνινη ξαπλώστρα με ξύλινο ανακλινόμενο σκελετό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]