Μετάβαση στο περιεχόμενο

chaise longue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
chaise longue chaise longues

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

chaise longue (en)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chaise longue  δείτε τις λέξεις chaise και long

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
chaise longue chaises longues

chaise longue (fr) θηλυκό