σερφάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σερφάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf + κατάληξη -άρω
Ρήμα[επεξεργασία]
σερφάρω, αόρ.: σερφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (μεταφορικά, διαδικτυακή αργκό) πλοηγώ στο διαδίκτυο
- ↪ όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ
- (σπανιότερα, αθλητισμός) κάνω (θαλάσσιο) σέρφινγκ, ασκώ το άθλημα της θαλάσσιας σανίδας
- ↪ δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)