σερφάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

άντρας σερφάρει στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σερφάρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική surf + κατάληξη -άρω

Ρήμα[επεξεργασία]

σερφάρω, αόρ.: σερφάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (μεταφορικά, διαδικτυακή αργκό) πλοηγώ στο διαδίκτυο
    όλη μέρα σερφάρει στο ίντερνετ
  2. (σπανιότερα, αθλητισμός) κάνω (θαλάσσιο) σέρφινγκ, ασκώ το άθλημα της θαλάσσιας σανίδας
    δεν έχει κύμα για να σερφάρουμε σήμερα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]