σκέιτμπορντ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ένα σκέιτμπορντ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκέιτμπορντ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκέιτμπορντ ουδέτερο άκλιτο

  • παιχνίδι γλιστρήματος, είδος σανίδας με τέσσερις (συνήθως) μικρές ρόδες. Μοιάζει κάπως με το πατίνι
  • ξύλινος σκελετός που προσαρμόζεται στη σόλα του παπουτσιού και στον οποίο είναι προσαρτημένο σετ τροχών για ολίσθηση σε επιφάνεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]