σκανάρομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /skaˈna.ɾo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐νά‐ρο‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
σκανάρομαι, π.αόρ.: σκαναρίστηκα, μτχ.π.π.: σκαναρισμένος, (ενεργ.: σκανάρω)
- παθητική φωνή του ρήματος σκανάρω → δείτε και την κλίση