σκαρφαλωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαρφαλωτά < σκαρφαλωτός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
σκαρφαλωτά
- με σκαρφαλωτό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαρφαλωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σκαρφαλωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σκαρφαλωτός