σκαρφαλωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκαρφαλωτός η σκαρφαλωτή το σκαρφαλωτό
      γενική του σκαρφαλωτού της σκαρφαλωτής του σκαρφαλωτού
    αιτιατική τον σκαρφαλωτό τη σκαρφαλωτή το σκαρφαλωτό
     κλητική σκαρφαλωτέ σκαρφαλωτή σκαρφαλωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκαρφαλωτοί οι σκαρφαλωτές τα σκαρφαλωτά
      γενική των σκαρφαλωτών των σκαρφαλωτών των σκαρφαλωτών
    αιτιατική τους σκαρφαλωτούς τις σκαρφαλωτές τα σκαρφαλωτά
     κλητική σκαρφαλωτοί σκαρφαλωτές σκαρφαλωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαρφαλωτός < σκαρφαλώνω + -τός

Επίθετο[επεξεργασία]

σκαρφαλωτός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]