σμπαράλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σμπαράλια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sbaraglio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σμπαράλια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) κομμάτια, θρύψαλα
- για άνθρωπο: εξουθενωμένος σωματικά ή ψυχικά
- για αντικείμενο: εντελώς διαλυμένος, κατακερματισμένος ή χαλασμένος