σοβαρεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοβαρεύω < (ελληνιστική κοινή) σοβαρεύομαι < σοβαρός

Ρήμα[επεξεργασία]

σοβαρεύω

  1. ενεργώ με σοβαρότητα
  2. γίνομαι σοβαρός
     αντώνυμα:: αστειεύομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]