σοδεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σοδεύω < ελληνιστική κοινή εἰσοδεύω < αρχαία ελληνική εἴσοδος < εἰς + ὁδός
Ρήμα
[επεξεργασία]σοδεύω
- (σπάνιο) συγκεντρώνω σε αποθήκες σιτηρά ή άλλα για πούλημα (ή άλλους σκοπούς)
- (σπάνιο) ζω σαν εισοδηματίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σοδεύω
|