σολοικίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σολοικίζω < αρχαία ελληνική σολοικίζω < σόλοικος
Ρήμα[επεξεργασία]
σολοικίζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- πέφτω σε σολοικισμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σολοικίζω
|