σόλοικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σόλοικος < αρχαία ελληνική σόλοικος < Σόλοι, αθηναϊκή αποικία της Κιλικίας, της οποίας οι κάτοικοι ήταν γνωστοί για την κακή χρήση της ελληνικής γλώσσας (γλωσσικοί βαρβαρισμοί)
Επίθετο[επεξεργασία]
σόλοικος
- λανθασμένος (για ό,τι αφορά τη χρήση της γλώσσας), κυρίως συντακτικά
- (μεταφορικά) ανάρμοστος, άπρεπος
- αυτό που έκανες ήταν πολύ σόλοικο
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σόλοικος