σούρτα φέρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsuɾ.ta ˈfeɾ.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σούρτα φέρτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο
- οι επισκέψεις καθημερινών ανθρώπων (συνεκδοχικά) οι κοινωνικές τους σχέσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σούρτα φέρτα
|