σπινθηρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπινθηρίζω < ελληνιστική κοινή σπινθηρίζω < αρχαία ελληνική σπινθήρ
Ρήμα[επεξεργασία]
σπινθηρίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σπινθήρισμα
- σπινθηρισμός
- → δείτε τη λέξη σπίθα
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σπινθηρίζω | σπινθήριζα | θα σπινθηρίζω | να σπινθηρίζω | σπινθηρίζοντας | |
β' ενικ. | σπινθηρίζεις | σπινθήριζες | θα σπινθηρίζεις | να σπινθηρίζεις | σπινθήριζε | |
γ' ενικ. | σπινθηρίζει | σπινθήριζε | θα σπινθηρίζει | να σπινθηρίζει | ||
α' πληθ. | σπινθηρίζουμε | σπινθηρίζαμε | θα σπινθηρίζουμε | να σπινθηρίζουμε | ||
β' πληθ. | σπινθηρίζετε | σπινθηρίζατε | θα σπινθηρίζετε | να σπινθηρίζετε | σπινθηρίζετε | |
γ' πληθ. | σπινθηρίζουν(ε) | σπινθήριζαν σπινθηρίζαν(ε) |
θα σπινθηρίζουν(ε) | να σπινθηρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σπινθήρισα | θα σπινθηρίσω | να σπινθηρίσω | σπινθηρίσει | ||
β' ενικ. | σπινθήρισες | θα σπινθηρίσεις | να σπινθηρίσεις | σπινθήρισε | ||
γ' ενικ. | σπινθήρισε | θα σπινθηρίσει | να σπινθηρίσει | |||
α' πληθ. | σπινθηρίσαμε | θα σπινθηρίσουμε | να σπινθηρίσουμε | |||
β' πληθ. | σπινθηρίσατε | θα σπινθηρίσετε | να σπινθηρίσετε | σπινθηρίστε | ||
γ' πληθ. | σπινθήρισαν σπινθηρίσαν(ε) |
θα σπινθηρίσουν(ε) | να σπινθηρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σπινθηρίσει | είχα σπινθηρίσει | θα έχω σπινθηρίσει | να έχω σπινθηρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σπινθηρίσει | είχες σπινθηρίσει | θα έχεις σπινθηρίσει | να έχεις σπινθηρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σπινθηρίσει | είχε σπινθηρίσει | θα έχει σπινθηρίσει | να έχει σπινθηρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σπινθηρίσει | είχαμε σπινθηρίσει | θα έχουμε σπινθηρίσει | να έχουμε σπινθηρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σπινθηρίσει | είχατε σπινθηρίσει | θα έχετε σπινθηρίσει | να έχετε σπινθηρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σπινθηρίσει | είχαν σπινθηρίσει | θα έχουν σπινθηρίσει | να έχουν σπινθηρίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σπινθηρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπινθηρίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπινθηρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- σπινθηρίζω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)