σταχώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταχώνω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική σταχώνω < στάχ(υ) + -ώνω
Ρήμα
[επεξεργασία]σταχώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- στάχωμα
- σταχωμένος
- στάχωση
- σταχωτής
- συσταχωμένος
- συσταχώνω
- → δείτε τη λέξη στάχυ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σταχώνω | στάχωνα | θα σταχώνω | να σταχώνω | σταχώνοντας | |
β' ενικ. | σταχώνεις | στάχωνες | θα σταχώνεις | να σταχώνεις | στάχωνε | |
γ' ενικ. | σταχώνει | στάχωνε | θα σταχώνει | να σταχώνει | ||
α' πληθ. | σταχώνουμε | σταχώναμε | θα σταχώνουμε | να σταχώνουμε | ||
β' πληθ. | σταχώνετε | σταχώνατε | θα σταχώνετε | να σταχώνετε | σταχώνετε | |
γ' πληθ. | σταχώνουν(ε) | στάχωναν σταχώναν(ε) |
θα σταχώνουν(ε) | να σταχώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στάχωσα | θα σταχώσω | να σταχώσω | σταχώσει | ||
β' ενικ. | στάχωσες | θα σταχώσεις | να σταχώσεις | στάχωσε | ||
γ' ενικ. | στάχωσε | θα σταχώσει | να σταχώσει | |||
α' πληθ. | σταχώσαμε | θα σταχώσουμε | να σταχώσουμε | |||
β' πληθ. | σταχώσατε | θα σταχώσετε | να σταχώσετε | σταχώστε | ||
γ' πληθ. | στάχωσαν σταχώσαν(ε) |
θα σταχώσουν(ε) | να σταχώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σταχώσει | είχα σταχώσει | θα έχω σταχώσει | να έχω σταχώσει | ||
β' ενικ. | έχεις σταχώσει | είχες σταχώσει | θα έχεις σταχώσει | να έχεις σταχώσει | ||
γ' ενικ. | έχει σταχώσει | είχε σταχώσει | θα έχει σταχώσει | να έχει σταχώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σταχώσει | είχαμε σταχώσει | θα έχουμε σταχώσει | να έχουμε σταχώσει | ||
β' πληθ. | έχετε σταχώσει | είχατε σταχώσει | θα έχετε σταχώσει | να έχετε σταχώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σταχώσει | είχαν σταχώσει | θα έχουν σταχώσει | να έχουν σταχώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταχώνω
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σταχώνω < στάχυς
Ρήμα
[επεξεργασία]σταχώνω
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνω (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «δηλώνω»
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)