Μετάβαση στο περιεχόμενο

στειρώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στειρώνω < (ελληνιστική κοινή) στειρῶ < αρχαία ελληνική στεῖρος

στειρώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]