στιλιστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στιλιστικά < στιλιστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]στιλιστικά
- από στιλιστικής απόψεως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιλιστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στιλιστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιλιστικός