στιλιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιλιστικός η στιλιστική το στιλιστικό
      γενική του στιλιστικού της στιλιστικής του στιλιστικού
    αιτιατική τον στιλιστικό τη στιλιστική το στιλιστικό
     κλητική στιλιστικέ στιλιστική στιλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιλιστικοί οι στιλιστικές τα στιλιστικά
      γενική των στιλιστικών των στιλιστικών των στιλιστικών
    αιτιατική τους στιλιστικούς τις στιλιστικές τα στιλιστικά
     κλητική στιλιστικοί στιλιστικές στιλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιλιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

στιλιστικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]