συγκειμενικό πλαίσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συγκειμενικό πλαίσιο → δείτε τις λέξεις συγκειμενικός και πλαίσιο
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]συγκειμενικό πλαίσιο ουδέτερο
- το σύνολο του κειμένου που περιβάλλει μια λέξη, μια πρόταση, ένα εδάφιο... και επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα την έννοια ή την αξία του/της
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συγκειμενικό πλαίσιο
→ δείτε τη λέξη συγκείμενο |