συγκινέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκινέω < σύν + κινέω

Ρήμα[επεξεργασία]

συγκινέω-συγκινῶ

  1. κινώ μαζί, ανακατεύω (π.χ. φάρμακα)
  2. ταράζω
  3. μεσοπαθητικό: