συνακολουθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνακολουθώ < αρχαία ελληνική συνακολουθέω[1] / συνακολουθῶ < ἀκολουθέω < ἀκόλουθος
Ρήμα
[επεξεργασία]συνακολουθώ
- (αρχαιοπρεπές) ακολουθώ μαζί με άλλους
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνακολουθώ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ συνακολουθέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.