συνισταμένη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Το διάνυσμα v αποτελεί τη συνισταμένη των διανυσμάτων v1 και v2.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνισταμένη < ουσιαστικοποιημένη μετοχή ενεστώτα του συνίσταμαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνισταμένη θηλυκό

  1. (μαθηματικά) το διάνυσμα που αποτελεί το άθροισμα δύο διανυσμάτων
    • (φυσική) η δύναμη που προκύπτει από την ένωση πολλών δυνάμεων, εφαρμοσμένων στο ίδιο σημείο
  2. το αποτέλεσμα που προκύπτει από τον συνδυασμό πολλών παραγόντων
    Στον Γερμανό φιλόσοφο Φρίντριχ Ενγκελς ανήκει ο αφορισμός ότι το ιστορικό γεγονός είναι πάντα η συνισταμένη αμοιβαία αποκλειόμενων επιδιώξεων, έτσι που το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό που δεν το θέλησε κανείς από τους πρωταγωνιστές του δράματος. (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 18 Απριλίου 2010)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

συνισταμένη και συνιστάμενη