συνοίκισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνοίκισις < συνοικίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνοίκισις θηλυκό

  • η σε μία πόλη ένωση

Συγγενικά[επεξεργασία]

και από το συνοικέω