συνοίκισις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνοίκισις < συνοικίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνοίκισις θηλυκό

  • η σε μία πόλη ένωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]

και από το συνοικέω