συνοικέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνοικέω < σύν και οἰκέω

Ρήμα[επεξεργασία]

συνοικέω

  1. κατοικώ ή ζω μαζί, συγκατοικώ
  2. σχηματίζω κοινότητα
  3. παντρεύομαι
    τούτων συνοικησάντων γίνεται Κλεισθένης (και από το γάμο τους γεννήθηκε ο Κλεισθένης)
  4. το να συνυπάρχει ο άνθρωπος με κάτι ή να συνυπάρχουν δύο αφηρημένες έννοιες μαζί
    βαρυτάτη συνοικῆσαι ἡ ἄνομος μοναρχία
    γῆρας ἵνα πρόπαντα κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ
  5. στην αστρολογία, το να βρίσκονται δύο ουράνια σώματα πολύ κοντά ή στον ίδιο οίκο
  6. αποικίζω μαζί με άλλον
    Τροιζηνίοις Ἀχαιοὶ συνῴκησαν Σύβαριν
  7. παθητικό: για χώρο με συνωστισμό, πυκνοκατοιμένο
    τοῦτο δὴ πᾶν συνῳκεῖτο μὲν ὑπὸ πολλῶν καὶ πυκνῶν οἰκήσεων, ὁ δὲ ἀνάπλους καὶ ὁ μέγιστος λιμὴν ἔγεμεν πλοίων καὶ ἐμπόρων ἀφικνουμένων πάντοθεν, φωνὴν καὶ θόρυβον παντοδαπὸν κτύπον τε μεθ᾽ ἡμέραν καὶ διὰ νυκτὸς ὑπὸ πλήθους παρεχομένων

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]