συνταράσσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταράσσω < αρχαία ελληνική συνταράσσω < σύν + ταράσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sin.daˈɾa.so/
Ρήμα[επεξεργασία]
συνταράσσω (παθητική φωνή: συνταράσσομαι)
- (λόγιο) άλλη μορφή του συνταράζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταράσσω
|