τα κάνω μούσκεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
τα κάνω μούσκεμα (el)
- κάνω-προκαλώ μεγάλη ζημιά
- κάνω μεγάλο λάθος-σφάλμα
- έχω πολύ κακή επίδοση σε κάτι
Δείτε επίσης : τα, κάνω, μούσκεμα |
τα κάνω μούσκεμα (el)