τελωνεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /te.loˈni.a/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]τελωνεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελωνείο