τζαμηλότιον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τζαμηλότιον < → δείτε τον τύπο  τζαμπελώτο < ιταλική ciambelotto • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τζαμηλότιον ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]
  • τζαμηλότια (πληθυντικός, με συνίζηση στο ποιητικό μέτρο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. μανικόττι Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].