τιμαλφῆ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τιμαλφή

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

τιμαλφῆ

  1. (αρσενικό ή θηλυκό) αιτιατική ενικού του τιμαλφής
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τιμαλφές, ουδέτερο του τιμαλφής