τοιχογραφικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοιχογραφικά < τοιχογραφικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
τοιχογραφικά
- με τοιχογραφικό τρόπο, σε τοιχογραφία
Πηγές[επεξεργασία]
- τοιχογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοιχογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τοιχογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τοιχογραφικός