τονε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τονε < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /tone/ (προφέρεται άτονο ως μία φωνολογική λέξη μαζί με την προηγούμενη τονισμένη)
- τονικό παρώνυμο: τόνε
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]τονε αρσενικό (θηλυκό τηνε)
- (προσωπική αντωνυμία, λαϊκότροπο) ιδιωματική μορφή της αντωνυμίας τον συνήθως όταν προηγείται και ακολουθεί σύμφωνο (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας γ' προσώπου ενικού, αρσενικό)
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Αν και δισύλλαβο, δεν έχει τόνο (§12.3.β Παπαναστασίου, Γιώργος. Νεοελληνική ορθογραφία, ιστορία, θεωρία, εφαρμογή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 2008 (1η έκδοση) ΙSBN 978‑960‑231‑131‑8)
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι αντωνυμιών (νέα ελληνικά)
- Προσωπικές αντωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς τόνο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς τόνο στη γραφή (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)