τρεμπουσέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρεμπουσέ < γαλλική trébuchet < παλαιά γαλλική trebuchier (ανατρέπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρεμπουσέ ουδέτερο άκλιτο
- (ιστορία) πολιορκητική μηχανή του μεσαίωνα, με περιστρεφόμενο βραχίονα με αντίβαρα στο ένα άκρο του