υπερίπταμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπερίπταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπερίπταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε υπερ- + ίπταμαι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.peˈɾi.pta.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρί‐πτα‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐περ‐ί‐πτα‐μαι
Ρήμα[επεξεργασία]
υπερίπταμαι, πρτ.: ιπεριπτάμην (αποθετικό ρήμα)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερίπταμαι
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπερ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)