υπομειδιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπομειδιώ < (ελληνιστική κοινή) ὑπομειδιάω / ὑπομειδιῶ < αρχαία ελληνική μειδιάω / μειδιῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)meyh₂-
Ρήμα
[επεξεργασία]υπομειδιώ
Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπομειδίαμα
- ανθυπομειδίαμα
- ανθυπομειδιώ
- → δείτε τη λέξη μειδιώ